- γαργαλίζω
- και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω)1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν' αρχίσει να γελάει2. ερεθίζω, προκαλώ κάποιον («τόν γαργαλάει η μυρωδιά τού φαγητού», «γαργαλίζοντες τὰς ἀκυάς», Κλήμ.)3. κάνω ερωτικά χάδια ή με οποιονδήποτε τρόπο προκαλώ σεξουαλικό ερεθισμό4. αισθάνομαι γαργάλημα ή φαγούρα σε κάποιο μέρος τού σώματος («με γαργαλάει ο λαιμός μου», «γαργαλιέμαι στην πλάτη», «ἀλγηδὼν γαργαλίζουσα», Πλούτ.)νεοελλ.γαργαλιέμαι1. γαργαλιέμαι εύκολα, ξεσπάω στα γέλια μόλις με γαργαλήσουν2. νιώθω ερωτική επιθυμία («τή βλέπει και γαργαλιέται»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένη λέξη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό γαλ-γαλ- και ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -λ- σε -ρ-. Ο νεοελλ. τ. γαργαλεύω < γαργάλα].
Dictionary of Greek. 2013.